θεσμοδοτώ
Смотреть что такое "θεσμοδοτώ" в других словарях:
θεσμοδοτώ — (ΑΜ θεσμοδοτῶ, έω) [θεσμοδότης] δίνω θεσμούς, νόμους, νομοθετώ, θεσμοθετώ, θεσπίζω νόμους … Dictionary of Greek
θεσμοδότημα — το [θεσμοδοτώ] θεσμοθεσία* … Dictionary of Greek
θεσμοδοτώ — (ΑΜ θεσμοδοτῶ, έω) [θεσμοδότης] δίνω θεσμούς, νόμους, νομοθετώ, θεσμοθετώ, θεσπίζω νόμους … Dictionary of Greek
θεσμοδότημα — το [θεσμοδοτώ] θεσμοθεσία* … Dictionary of Greek